Πώς μπορεί ο τρόπος άσκησης της φωτογραφίας να μας υποδείξει άρρητα, αλλά εμφατικά, το πώς να διάγουμε αβίαστα τον βίο μας; Πώς μπορεί, εν γένει, ο τρόπος άσκησης μιας τέχνης να λειτουργήσει ως ψίθυρος και σιωπηρή υπόδειξη φιλοσοφίας;
Για την προσέγγιση των ερωτημάτων αυτών επιχειρείται ένας απαιτητικός φιλοσοφικός διάπλους μέσα στον πυρήνα του φαινομενολογικού στοχασμού του Μερλώ-Ποντύ. Ο Γάλλος φιλόσοφος, εκκινώντας από το σωματικό ρίζωμα της ανθρώπινης ύπαρξης στον κόσμο, επιχειρεί να συμπληρώσει μια θεωρία της αντίληψης με μια θεωρία του φαινομένου της έκφρασης, κυρίως μέσω της τέχνης και της φιλοσοφίας. Κάθε αντίληψη και κάθε σωματική κίνηση που τη συν-υποθέτει, είναι ήδη πρωταρχική έκφραση η οποία, ωστόσο, δεν εξαντλείται τη στιγμή που λαμβάνει χώρα. Φωτογραφίζουμε με ένα είδος προαισθήματος για τη ζωή και παρεμβαίνουμε στο πώς είναι αλλά και στο πώς λειτουργεί, τελικά, ο κόσμος για εμάς. Φωτογραφίζοντας (επανα)λαμβάνουμε και ταυτοχρόνως ξεπερνάμε τη μορφοποίησή του, η οποία έχει ήδη αρχίσει με την αντίληψή του ως του εκάστοτε δικού μας κόσμου. Μέσω της φωτογραφικής πράξης διανοίγουμε ένα ευρύτερο πεδίο σημασιών (Merleau-Ponty, 1992: 113-114), όπου το φαινομενικά τυχαίο μιας στιγμής γίνεται λόγος στον βαθμό που είναι «η εκ νέου ανάληψη μιας γεγονοτικής κατάστασης» (Merleau-Ponty, 2016: 301 / 2005: 196).
Η διερεύνηση των ζητημάτων αυτών επεκτείνεται υπό το πρίσμα της μερλοποντιανής φιλοσοφίας του σώματος η οποία, ως διακριτό ρεύμα στη σύγχρονη φιλοσοφία, έφερε στο προσκήνιο όχι μόνο τη γνώση για το σώμα ως έννοια, αλλά και για τη βιωμένη εμπειρία του να-είμαι-στον-κόσμο ως σώμα πριν καν σκεφτώ ότι έχω σώμα. Η αναμέτρηση με τα -ιδιαιτέρως πυκνά και διεισδυτικά- κείμενα του Μερλώ-Ποντύ έχει ως βασική επιδίωξη να διερευνηθούν οι οντολογικές καταβολές δημιουργίας φωτογραφικών κόσμων μέσα από το σώμα και υπαρκτικών κόσμων μέσα από τη φωτογραφία, στην κατεύθυνση αξιοποίησης του μερλοποντιανού προτάγματος για έναν άλλον τρόπο να βλέπουμε τα πράγματα και να σχετιζόμαστε με τον κόσμο.
Τη στιγμή κατά την οποία -φωτογραφίζοντας- ξανα-ανοίγουμε τα μάτια μας στον κόσμο, βρισκόμαστε ήδη σωματικά μέσα στον κόσμο και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, υπαρκτικά ολόκληρες και ολόκληροι μέσα σε κάθε επικείμενο γέννημα της φωτογραφικής μηχανής. Όταν φωτογραφίζουμε δεν ασκούμε απλώς έναν τρόπο για να βλέπουμε τα πράγματα, αλλά ασκούμαστε στον τρόπο με τον οποίο υπάρχουμε και βλέπουμε τον κόσμο. Όμως, «τι ξέρει το σώμα μου για τη Φωτογραφία;» (Barthes, 1983: 19 / 1981: 9). Τι σημαίνει, σε τελική ανάλυση, καδράρω με το σώμα;
Αριστούλα Μπέτη