Μετά από 17 χρόνια παρουσίας στον χώρο της ελληνικής φωτογραφίας, επέρχονται αλλαγές στις Φωτογραφικές Συναντήσεις Κυθήρων. Γνωστές πια ως «Φωτογραφικές Συναντήσεις», επανέρχονται ανανεωμένες του χρόνου στη Μεγαλόνησο. Υπό την αιγίδα πλέον του Δήμου Χανίων και με διευρυμένη οργανωτική ομάδα, ο δεύτερος παλαιότερος φωτογραφικός θεσμός της Ελλάδας αρχίζει νέα διαδρομή τον Μάιο 2019.
Η σχέση των Συναντήσεων με την Κρήτη και ειδικά με τα Χανιά χρονολογείται από την αρχή της δεκαετίας με την αθρόα συμμετοχή Χανιωτών φωτογράφων, αλλά και ειδικότερα από το 2015, με την τακτική παρουσίαση της Έκθεσης Νέων Ελλήνων Φωτογράφων στη γκαλερί SOUTH των Χανίων, την παρουσία των διοργανωτών στη πόλη και τις διαλέξεις που διοργανώθηκαν μέσω της ΧανιάArt. Επιπλέον, σημαντικές εκθέσεις των Συναντήσεων περιόδευσαν στην Κρήτη, όπως η ιστορική έκθεση «Μαρία Παρασκευά, η πρώτη Ελληνίδα φωτογράφος» στον Άγιο Ρόκκο το 2016 και η ατομική έκθεση της βραβευμένης νέας φωτογράφου Μυρσίνης Κουτλή στα Χανιά και στο Ηράκλειο.
Από το 2002 συναντώνται κάθε χρόνο στα Κύθηρα τις τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη φωτογράφοι, μελετητές, ερευνητές, θεσμικοί παράγοντες και απλοί λάτρεις του μέσου, για ένα τριήμερο ή τετραήμερο εκθέσεων, διαλέξεων, παρουσιάσεων, συνδιαλλαγών και γνωριμιών. Αποστολή των Φωτογραφικών Συναντήσεων Κυθήρων είναι πάνω απ’ όλα να δώσουν την ευκαιρία σε όλους όσους ασχολούνται με τις μύριες εκφάνσεις της φωτογραφικής εικόνας στην Ελλάδα να συναντηθούν, να συζητήσουν και να ανταλλάξουν απόψεις σε ένα πλαίσιο ταπεινό ίσως σε σχέση με άλλες διοργανώσεις, αλλά προσβάσιμο και ανοιχτό σε όλους.
Τον ιδιόρρυθμο αυτό θεσμό διαχειρίζεται, υπό την αιγίδα της Πολιτιστικής Εταιρείας Κυθήρων, ένας μικρός πυρήνας τριών ή τεσσάρων εθελοντών, υποβοηθούμενος από κάποιους καλοθελητές εντός και εκτός Κυθήρων. Κατά τα άλλα, δεν υπάρχουν ούτε γραφεία, ούτε μόνιμες εγκαταστάσεις, ούτε προσωπικό, ούτε βέβαια τακτικός προϋπολογισμός. Την ονομασία κλέψαμε από τις Rencontres Photographiques της Αρλ, έχοντας κατά νου όχι το σημερινό απρόσωπο μεγαθήριο, έρμαιο πια των χορηγών και της δημοτικής αρχής, αλλά τα πρώτα εκείνα ξέγνοιαστα χρόνια της δεκαετίας του εβδομήντα. Παράλληλα, θελήσαμε να διατηρήσουμε κάτι από το πνεύμα της Φωτογραφικής Συγκυρίας του Άρι Γεωργίου, θεσμός που ουσιαστικά ξεψύχησε το 2006.
Στην καρδιά των Συναντήσεων τοποθετήθηκε από την πρώτη χρονιά το μοναδικό στη χώρα μας διήμερο Συνέδριο για την Ιστορία της Ελληνικής Φωτογραφίας. Ήδη από τα τέλη του περασμένου αιώνα σημειώθηκε σταθερή αύξηση του επιστημονικού ενδιαφέροντος για τη φωτογραφία στην Ελλάδα, χωρίς εντούτοις να έχει δημιουργηθεί πουθενά ένα τακτικό φόρουμ που να ανταποκρίνεται στην ανάγκη για διαλέξεις, ανακοινώσεις και συζητήσεις γύρω από την έρευνα αυτή. Το βήμα του Συνεδρίου ήταν πάντα και παραμένει ανοιχτό σε οποιονδήποτε θέλει και μπορεί να συμβάλλει σε ανοιχτό διάλογο γύρω από το φωτογραφικό μέσον. Πέρα από μια εντελώς σχετική έμφαση σε ό,τι άπτεται της φωτογραφίας στην Ελλάδα, δεν υπάρχει κανένας περιορισμός αρχής: το βήμα έχουν καταλάβει καθηγητές, κριτικοί τέχνης, ερευνητές, κοινωνιολόγοι, αρχαιολόγοι, ιστορικοί, ψυχαναλυτές και επαγγελματίες φωτογράφοι, ενώ τα θέματα καλύπτουν αντίστοιχα ευρύ φάσμα.
Η άλλη και εξίσου σημαντική έγνοια των ΦΣΚ υπήρξε πάντα η συμμετοχή νέων φωτογράφων και ερευνητών. Για τους δεύτερους, το βήμα των Συναντήσεων είναι πάντα ανοιχτό. Για τους πρώτους καθιερώθηκε η ετήσια ομαδική έκθεση Νέων Ελλήνων Φωτογράφων, ένας εκ των συμμετεχόντων της οποίας επιβραβεύεται με ατομική έκθεση τον επόμενο χρόνο. Η ομαδική αυτή έκθεση έχει φιλοξενήσει από ταλαντούχους ερασιτέχνες μέχρις αποφοίτους ανωτάτων σχολών της ημεδαπής και του εξωτερικού, και αποτελεί για μας ιδιαίτερο καύχημα το γεγονός ότι πολλοί φωτογράφοι που σήμερα διαπρέπουν, εξέθεσαν για πρώτη φορά τη δουλειά τους στις Φωτογραφικές Συναντήσεις. Επιπλέων, καθιερώθηκε από την πρώτη στιγμή η δυνατότητα παρακολούθησης των Συναντήσεων από φοιτητές και νέους με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους ταξιδιού και διαμονής στα Κύθηρα.
Όσο για το υπόλοιπο εκθεσιακό πρόγραμμα, αυτό συνήθως προσπαθεί να καλύψει τους τρεις βασικούς χώρους της ιστορικής φωτογραφίας, της σύγχρονης παραγωγής με έμφαση στους νέους και πρωτοεμφανιζόμενους φωτογράφους, και της παρουσίασης του έργου καταξιωμένων Ελλήνων. Παράλληλα, και ανάλογα με τις εκάστοτε δυνατότητές μας, προσπαθούμε πάντοτε να διοργανώσουμε κάποιες πρόσθετες εκδηλώσεις, όχι απαραιτήτως αυστηρά φωτογραφικές. Σημειώνουμε ενδεικτικά τη μουσική παράσταση του συνθέτη Παναγιώτη Λευθέρη (2002), την απονομή βραβείου για το καλύτερο φωτογραφικό βιβλίο της χρόνιας (2003-2010), την παρουσίαση του οπτικοακουστικού έργου της Susan Trangmar, A Question of Distance (2006), την εικαστική παρέμβαση της Pat Kaufman στο λιμάνι του Καψαλιού (2006), την προβολή της ταινίας Χρυσόσκονη της Μαργαρίτας Μαντά (2009), την εγκατάσταση μεικτών μέσων Διάχυση της Μαρίας Σχινά (2011), την προβολή-εγκατάσταση της Λίζης Καλλιγά Το σπίτι του Καβάφη (2013) καθώς και τα ανοιχτά σεμινάρια του Γιώργου Δεπόλλα.
Ίσως γιατί ανταποκρίθηκαν σε κάποια ανάγκη, οι ΦΣΚ έτυχαν της θερμής στήριξης του μεγαλύτερου μέρους της ελληνικής φωτογραφικής κοινότητας. Ο χώρος δεν επαρκεί για να αναφερθούν τα ονόματα όλων όσων συμμετείχαν και στήριξαν το εγχείρημά μας κατά το διάστημα των δεκατριών αυτών ετών· οφείλω όμως να μνημονεύσω ιδιαιτέρως ορισμένα άτομα χωρίς τα οποία ο θεσμός δεν θα είχε εξελιχθεί όπως εξελίχθηκε. Στυλοβάτες του εγχειρήματος, από την πρώτη ουσιαστικά στιγμή υπήρξαν τρεις από τους ιδρυτές του Φωτογραφικού Κέντρου Αθηνών και πρωτεργάτες της Νέας Ελληνικής Φωτογραφίας, οι Κωστής Αντωνιάδης, Γιώργος Δεπόλλας και Νίκος Παναγιωτόπουλος. Από δίπλα, ο Άρις Γεωργίου, ψυχή της Φωτογραφικής Συγκυρίας και πρώτος διευθυντής του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης. Από τους φίλους και υποστηριχτές της πρώτης γενιάς της Νέας Ελληνικής Φωτογραφίας, έδωσαν τακτικά το παρόν η Ελένη Μαλιγκούρα και η Λίζη Καλλιγά. Από φίλα ιδρύματα, βοήθησαν τα μέγιστα με την παρουσία τους, με το ερευνητικό τους έργο και με εκθεσιακό υλικό τα Φωτογραφικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη και του ΕΛΙΑ, στα πρόσωπα της Αλίκης Τσίργιαλου, της Βασιλικής Χατζηγεωργίου και των συνεργατών τους. Τους ευχαριστούμε όλους εκ βάθους καρδίας.